- πάρουρος
- πάρουρος, ὁ, (οὖρος B)A one who keeps watch beside, v.l. in Od.11.489.------------------------------------πάρουρος, ον, ([etym.] οὐρά)A beside the tail, Ptol.Alm.8.1, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάρουρος — one who keeps watch beside masc/fem nom sg πάρουρος one who keeps watch beside masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρουρος — (I) ον Α αυτός που στέκεται δίπλα από κάποιον για να τόν φρουρεί, να τόν φυλάγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖρος (Ι) «φύλακας, επόπτης»]. (II) ον Α αυτός που είναι δίπλα από την ουρά κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ουρος (< οὐρά), πρβλ … Dictionary of Greek
παρούρῳ — πάρουρος one who keeps watch beside masc/fem/neut dat sg πάρουρος one who keeps watch beside masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)